ΕΚΤΟΣ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ, ΗΛΙΘΙΕ.
Ζούμε ένα παρατεταμένο εφιάλτη, από τον οποίο δεν ξεφεύγουμε ξυπνώντας.
Έχουμε αρχίσει να βαδίζουμε στην έρημο και ξέρουμε πως έχουμε μπροστά μας ολόκληρη τη Σαχάρα.
Μετά την υπερψήφιση της νέας ταφόπλακας από τα 199 ανδρείκελα, αυτά που βιώνουμε τα δύο τελευταία χρόνια, περικοπές, εργασιακές ανατροπές, απολύσεις, εφεδρείες, ανεργία, πείνα, νεόφτωχοι, νεοάστεγοι κλπ κλπ θα λογίζονται ωq μερικές σκηνές από το έργο. Η ταινία αρχίζει μόλις τώρα.
Κι όμως! Ακόμη και αυτή τη στιγμή κάποιοι πείθονται πως υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ. Και μάλιστα το βλέπουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται πως είναι το τρένο που έρχεται κατά πάνω μας.
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος το είπε γλαφυρά. Θα έχουμε, μέσα σε δυο χρόνια , μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά μια τουλάχιστον δεκαετία.
Πρόκειται για μια μεθοδευμένη γενοκτονία. Την είδαμε να συμβαίνει κι αλλού. Όπου πάτησε το πόδι του το ΔΝΤ, άφησε πίσω του καμένη γη, εκατομμύρια εξαθλιωμένους, χιλιάδες αυτοκτονημένους.
Όπου συγκροτήθηκε λυκοσυμμαχία, σαν την Ε.Ε, έβαλαν τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα και δε βρέθηκε ούτε η προβιά τους.
Και ενώ μας τυλίγει η φρίκη, άλλοι μιλούν για αεροπορικούς μαζικούς ψεκασμούς με κατασταλτικά (πώς γίνεται όμως κάποιοι να κρατούν ομπρέλα;), άλλοι προσποιούνται πως αν δεν μιλούν για όλ’ αυτά, μπορούν κιόλας να τα ξορκίζουν, πως συνεχίζει να υπάρχει μια «κανονικότητα», πως όσο η Τρέμη και ο Καψής βγαίνουν στα τηλεπαράθυρα, όλα ‘βαίνουν καλώς’, πως αν πάρουμε το μπακαλοδέφτερο και λογαριάσουμε πώς θα μοιράσουμε τις πενταροδεκάρες, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι, ή τέλος πάντων να κοιμόμαστε, έστω και ανήσυχοι.
Και μέσα σ΄αυτή την έρημο που δεν έχει ούτε αντικατοπτρισμούς ούτε οφθαλμαπάτες. τα αμετανόητα πασόκια συνεχίζουν να οργανώνουν και να μιλάνε ανοιχτά, με κυνισμό, για το πολιτικό τους αύριο, η γαλάζια γενιά να προθερμαίνεται για την εξουσία και οι κατάμαυροι νεοφασίστες να έχουν δημόσιο βήμα και να εξαπολύουν φληναφήματα.
Εκεί που θα ‘πρεπε να πάψουν να υπάρχουν, πολιτικά και βιολογικά, να έχουν φύγει νύχτα από το ρημαγμένο τόπο και, όσοι έχουν μείνει να νοιώθουν ντροπιασμένοι και να δείχνουν αμήχανοι, υπάρχουν και συνεχίζουν να είναι το ίδιο κυνικοί και ξεδιάντροποι.
Και οι άλλοι; Πού είναι οι άλλοι; Μάλιστα! Όλο αυτό είναι ο καπιταλισμός, που άφησε να μεσολαβήσει μια ανάσα πλαστικής ευημερίας, δανεικού καταναλωτισμού και χρεωμένης αυταπάτης και μας έπιασε στον ύπνο.
Και τι θα πούμε λοιπόν; Πως, μπλα-μπλα-μπλα μας παγίδεψαν; Πως μπλα-μπλα-μπλα τους πιστέψαμε;
Και τι σημαίνει αυτό; Αν τα παιδιά μας αποφάσιζαν να δικάσουν κι εμάς ως συνένοχους, μαζί με τους πρωταίτιους, για την ερήμωση της ζωής τους, θα μας έδιναν το ακαταλόγιστο;
Στην καλύτερη δηλαδή περίπτωση, θα μας αθώωναν ως ηλίθιους;
Στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, στις 12 του μαυροφλέβαρου, είχε πολύ κόσμο. Οι δεκάδες χιλιάδες όμως πάνω από τους πολλούς στην Αθήνα και στην επαρχία - αχ στην επαρχία - πού ήταν; Πού ήταν το ένα εκατομμύριο άνεργοι; Πού κλείστηκαν όλοι αυτοί που τελούν 'υπό εφεδρεία'; Σε ποιο καναπέ βούλιαξαν όλοι αυτοί που βλέπουν τους δικούς τους να παίρνουν τη μεταναστευτική βίζα; Σε ποια άπρακτη απόγνωση χώθηκαν όλοι αυτοί που έχουν άρρωστο το δικό τους άνθρωπο και δε βρίσκουν ούτε σύριγγα στα νοσοκομεία; Με πόσους τόνους ηλιθιότητας ψεκάστηκαν όσοι προχτές ήταν και πάλι απεργοσπάστες;
O τίτλος του κειμένου και οι σκέψεις που ακολουθούν, σε καμιά περίπτωση, ας μη θεωρηθούν ως συμπλήρωμα ή αντιπερισπασμός στο σπουδαίο βιβλίο του Μπογιόπουλου. Θα ήταν πολύ αλαζονική και υπερφίαλη κάθε απόπειρα συμπλήρωσής του. Στο κάτω-κάτω ας την επιλέξει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ας πούμε λοιπόν ότι το βιβλίο του Μπογιόπουλου δίνει το ερέθισμα για μερικές σκέψεις. Μιας και δεν είναι αυτή η πρώτη απεύθυνση στον κοινωνιολογικά και ιστορικά «ηλίθιο», ας συμπεριλάβουμε ως ερέθισμα και το βιβλίο του Μάικλ Μουρ, «Ηλίθιε Λευκέ», μια επίσης σπουδαία ανάλυση της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας.
Και ο Μπογιόπουλος και ο Μουρ, χρησιμοποιώντας αυτή την κλητική προσφώνηση, μάλλον συνοψίζουν αρκετά γλαφυρά την αγανάχτησή τους, για την κοινωνιολογική τύφλα που έχει πάρει διαστάσεις ηλιθιότητας. Επειδή όμως αυτή η ερμηνεία της προσφώνησης μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη και άσχετη με την κρίση και τα συναισθήματα των δύο συγγραφέων, ας την περιορίσουμε στο πώς την προσλαμβάνει προσωπικά η γράφουσα, για να γλιτώσουμε πιθανές παρεξηγήσεις.
Και επιπλέον για την αποφυγή παρεξηγήσεων, αυτές οι σκέψεις ας μη θεωρηθούν ως κριτικό σημείωμα, αλλά και ως αυτοκριτική απολογία. Κι ας κάτσει ο καθένας από μας να επιμερίσει για τον εαυτό του, την πράξη ή την απραξία του, την ηθελημένη αφέλειά του και τη συνειδητή του αναισθησία, την κουτοπόνηρη περιχαράκωσή του και τη μίζερη ηττοπάθεια, με λίγα λόγια το μερίδιο ηλιθιότητας που μας αναλογεί.
Γιατί είναι σίγουρο πως, για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε, ο καθένας από μας δεν έκανε αυτό που όφειλε να κάνει. σύμφωνα με τον κοινωνικό του προσδιορισμό.
Το καθήκον τους απέναντι στην τάξη τους το έκαναν υποδειγματικά, μόνο αυτοί που ερημώνουν σήμερα τις ζωές μας. Μπορούμε να τους κατηγορήσουμε για πολλά, όχι όμως για ταξική ασυνέπεια. Υπερασπίστηκαν και υπερασπίζονται τα συμφέροντα της τάξης τους με 'συγκινητική' επιμονή.
Εμείς βρεθήκαμε ασυνεπείς και ηθελημένα εξαπατημένοι ή εξαγορασμένοι.
Άλλοτε παραδομένοι σε μια ξεφτιλισμένη δημοκρατία όλο επιφάσεις και τρικλοποδιές, άλλοτε πλαδαρά χουχουλιασμένοι επί του καναπέως και άλλοτε εξαντλημένοι σε θεωρητικές αναλύσεις και περιγραφές αλλά στην πράξη ολίγιστοι, εκθρέψαμε μόνοι μας τον Γκοτζίλα και τον αφήσαμε να μας τρομοκρατεί.Βέβαια – κι αυτό ας μην αποτελέσει άλλοθι αλλά ερμηνεία – οι φυσικοί λένε πως όσο περισσότερα και απανωτά χτυπήματα καταφέρνεις σ’ ένα αντικείμενο, τόσο του παρατείνεις την αδράνεια.
Σ’ ένα αντικείμενο…
Μιας και αυτή, η εξερεύνηση της ηλιθιότητάς μας, παραπέμπει και στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, ας κρατήσουμε απ’ το βιβλίο του μεγάλου μυθιστοριογράφου, μια αποστροφή από τις εξομολογήσεις του Μίσκιν: «…πάντα, όποτε η αρρώστια μου τύχαινε να επιδεινώνεται και με έπιαναν απανωτές κρίσεις, βυθιζόμουν σε πλήρη αποβλάκωση, έχανα εντελώς το μνημονικό μου και παρ’ ότι δούλευε το μυαλό μου, ανατρεπόταν θαρρείς, η λογική ροή των σκέψεών. Κατά συνέπεια μου ήταν αδύνατο να βάλω σε τάξη παραπάνω από δυο τρεις ιδέες.»
Ο Μίσκιν βέβαια περιέγραψε έτσι τα συμπτώματα της επιληψίας από την οποία έπασχε. Μια παθολογική κατάσταση για την οποία δεν έχει καμιά ευθύνη αυτός που υποφέρει και δεν έχει καμιά σχέση με την ηλιθιότητα. Η αποστροφή του Μίσκιν καταγράφεται, όχι γιατί εμείς πάσχουμε από επιληψία, αλλά γιατί τα συμπτώματα της κοινωνικής ηλιθιότητας είναι σχεδόν τα ίδια. Το δικό μας «βύθισμα στην αποβλάκωση» έχει επίσης πάρει παθολογικές διαστάσεις, όμως δεν επιδέχεται φαρμακευτική αγωγή. Η δική μας ηλιθιότητα είναι, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτέλεσμα μιας αριστοτεχνικής και αδιάκοπης χειραγώγησης και λιγότερο, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητα, συνέπεια προσωπικού εφησυχασμού και ηθελημένης άγνοιας.
Ο «ηλίθιος» του Μουρ ή του Μπογιόπουλου είναι αυτός που αγνοεί την κοινωνική του θέση και τον ιστορικό του προορισμό. Είναι αυτός που συνειδητά ή ασυνείδητα αυταπατάται. Αυτός που θεωρεί τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις ως τυχαία και αναπόφευκτα, ασύνδετα συμβάντα, λίγο-πολύ ως φυσικά φαινόμενα και πιστεύει ότι αδυνατεί να τα καθορίσει ή, ακόμη χειρότερα, αδιαφορεί γι αυτά.
Ο κοινωνιολογικά και ιστορικά «ηλίθιος» δεν έχει μειωμένη εγκεφαλική ουσία. Μπορεί μάλιστα να είναι ιδιοφυής σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα. Ιδιαίτερα σήμερα, που η αυστηρή όλο και πιο στενή εξειδίκευση σαρώνει, ιδιοφυείς άνθρωποι σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο, πολιτογραφούνται σωρηδόν στην αυτοκρατορία των ηλίθιων.Ή όπως το λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Χαριτόπουλος στο Εγχειρίδιο Βλακείας,
«…το χαρτί δεν είναι πιστοποιητικό ευφυΐας. Αν το μυαλό κάποιου φτάνει για να πάρει δίπλωμα οδήγησης, κατά πάσα πιθανότητα φτάνει και για να πάρει ένα δίπλωμα σπουδών. Τα νοητικά απαιτούμενα είναι περίπου ισοδύναμα…
Δεν είναι σπάνιο το ενσταντανέ του Μπούλη να ποζάρει με την τήβεννο του Χάρβαρντ και το πτυχίο ρολό στα χέρια του να μην ξέρει που να το βάλει».
Έχουμε αρχίσει να βαδίζουμε στην έρημο και ξέρουμε πως έχουμε μπροστά μας ολόκληρη τη Σαχάρα.
Μετά την υπερψήφιση της νέας ταφόπλακας από τα 199 ανδρείκελα, αυτά που βιώνουμε τα δύο τελευταία χρόνια, περικοπές, εργασιακές ανατροπές, απολύσεις, εφεδρείες, ανεργία, πείνα, νεόφτωχοι, νεοάστεγοι κλπ κλπ θα λογίζονται ωq μερικές σκηνές από το έργο. Η ταινία αρχίζει μόλις τώρα.
Κι όμως! Ακόμη και αυτή τη στιγμή κάποιοι πείθονται πως υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ. Και μάλιστα το βλέπουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται πως είναι το τρένο που έρχεται κατά πάνω μας.
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος το είπε γλαφυρά. Θα έχουμε, μέσα σε δυο χρόνια , μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά μια τουλάχιστον δεκαετία.
Πρόκειται για μια μεθοδευμένη γενοκτονία. Την είδαμε να συμβαίνει κι αλλού. Όπου πάτησε το πόδι του το ΔΝΤ, άφησε πίσω του καμένη γη, εκατομμύρια εξαθλιωμένους, χιλιάδες αυτοκτονημένους.
Όπου συγκροτήθηκε λυκοσυμμαχία, σαν την Ε.Ε, έβαλαν τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα και δε βρέθηκε ούτε η προβιά τους.
Και ενώ μας τυλίγει η φρίκη, άλλοι μιλούν για αεροπορικούς μαζικούς ψεκασμούς με κατασταλτικά (πώς γίνεται όμως κάποιοι να κρατούν ομπρέλα;), άλλοι προσποιούνται πως αν δεν μιλούν για όλ’ αυτά, μπορούν κιόλας να τα ξορκίζουν, πως συνεχίζει να υπάρχει μια «κανονικότητα», πως όσο η Τρέμη και ο Καψής βγαίνουν στα τηλεπαράθυρα, όλα ‘βαίνουν καλώς’, πως αν πάρουμε το μπακαλοδέφτερο και λογαριάσουμε πώς θα μοιράσουμε τις πενταροδεκάρες, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι, ή τέλος πάντων να κοιμόμαστε, έστω και ανήσυχοι.
Και μέσα σ΄αυτή την έρημο που δεν έχει ούτε αντικατοπτρισμούς ούτε οφθαλμαπάτες. τα αμετανόητα πασόκια συνεχίζουν να οργανώνουν και να μιλάνε ανοιχτά, με κυνισμό, για το πολιτικό τους αύριο, η γαλάζια γενιά να προθερμαίνεται για την εξουσία και οι κατάμαυροι νεοφασίστες να έχουν δημόσιο βήμα και να εξαπολύουν φληναφήματα.
Εκεί που θα ‘πρεπε να πάψουν να υπάρχουν, πολιτικά και βιολογικά, να έχουν φύγει νύχτα από το ρημαγμένο τόπο και, όσοι έχουν μείνει να νοιώθουν ντροπιασμένοι και να δείχνουν αμήχανοι, υπάρχουν και συνεχίζουν να είναι το ίδιο κυνικοί και ξεδιάντροποι.
Και οι άλλοι; Πού είναι οι άλλοι; Μάλιστα! Όλο αυτό είναι ο καπιταλισμός, που άφησε να μεσολαβήσει μια ανάσα πλαστικής ευημερίας, δανεικού καταναλωτισμού και χρεωμένης αυταπάτης και μας έπιασε στον ύπνο.
Και τι θα πούμε λοιπόν; Πως, μπλα-μπλα-μπλα μας παγίδεψαν; Πως μπλα-μπλα-μπλα τους πιστέψαμε;
Και τι σημαίνει αυτό; Αν τα παιδιά μας αποφάσιζαν να δικάσουν κι εμάς ως συνένοχους, μαζί με τους πρωταίτιους, για την ερήμωση της ζωής τους, θα μας έδιναν το ακαταλόγιστο;
Στην καλύτερη δηλαδή περίπτωση, θα μας αθώωναν ως ηλίθιους;
Στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, στις 12 του μαυροφλέβαρου, είχε πολύ κόσμο. Οι δεκάδες χιλιάδες όμως πάνω από τους πολλούς στην Αθήνα και στην επαρχία - αχ στην επαρχία - πού ήταν; Πού ήταν το ένα εκατομμύριο άνεργοι; Πού κλείστηκαν όλοι αυτοί που τελούν 'υπό εφεδρεία'; Σε ποιο καναπέ βούλιαξαν όλοι αυτοί που βλέπουν τους δικούς τους να παίρνουν τη μεταναστευτική βίζα; Σε ποια άπρακτη απόγνωση χώθηκαν όλοι αυτοί που έχουν άρρωστο το δικό τους άνθρωπο και δε βρίσκουν ούτε σύριγγα στα νοσοκομεία; Με πόσους τόνους ηλιθιότητας ψεκάστηκαν όσοι προχτές ήταν και πάλι απεργοσπάστες;
O τίτλος του κειμένου και οι σκέψεις που ακολουθούν, σε καμιά περίπτωση, ας μη θεωρηθούν ως συμπλήρωμα ή αντιπερισπασμός στο σπουδαίο βιβλίο του Μπογιόπουλου. Θα ήταν πολύ αλαζονική και υπερφίαλη κάθε απόπειρα συμπλήρωσής του. Στο κάτω-κάτω ας την επιλέξει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ας πούμε λοιπόν ότι το βιβλίο του Μπογιόπουλου δίνει το ερέθισμα για μερικές σκέψεις. Μιας και δεν είναι αυτή η πρώτη απεύθυνση στον κοινωνιολογικά και ιστορικά «ηλίθιο», ας συμπεριλάβουμε ως ερέθισμα και το βιβλίο του Μάικλ Μουρ, «Ηλίθιε Λευκέ», μια επίσης σπουδαία ανάλυση της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας.
Και ο Μπογιόπουλος και ο Μουρ, χρησιμοποιώντας αυτή την κλητική προσφώνηση, μάλλον συνοψίζουν αρκετά γλαφυρά την αγανάχτησή τους, για την κοινωνιολογική τύφλα που έχει πάρει διαστάσεις ηλιθιότητας. Επειδή όμως αυτή η ερμηνεία της προσφώνησης μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη και άσχετη με την κρίση και τα συναισθήματα των δύο συγγραφέων, ας την περιορίσουμε στο πώς την προσλαμβάνει προσωπικά η γράφουσα, για να γλιτώσουμε πιθανές παρεξηγήσεις.
Και επιπλέον για την αποφυγή παρεξηγήσεων, αυτές οι σκέψεις ας μη θεωρηθούν ως κριτικό σημείωμα, αλλά και ως αυτοκριτική απολογία. Κι ας κάτσει ο καθένας από μας να επιμερίσει για τον εαυτό του, την πράξη ή την απραξία του, την ηθελημένη αφέλειά του και τη συνειδητή του αναισθησία, την κουτοπόνηρη περιχαράκωσή του και τη μίζερη ηττοπάθεια, με λίγα λόγια το μερίδιο ηλιθιότητας που μας αναλογεί.
Γιατί είναι σίγουρο πως, για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε, ο καθένας από μας δεν έκανε αυτό που όφειλε να κάνει. σύμφωνα με τον κοινωνικό του προσδιορισμό.
Το καθήκον τους απέναντι στην τάξη τους το έκαναν υποδειγματικά, μόνο αυτοί που ερημώνουν σήμερα τις ζωές μας. Μπορούμε να τους κατηγορήσουμε για πολλά, όχι όμως για ταξική ασυνέπεια. Υπερασπίστηκαν και υπερασπίζονται τα συμφέροντα της τάξης τους με 'συγκινητική' επιμονή.
Εμείς βρεθήκαμε ασυνεπείς και ηθελημένα εξαπατημένοι ή εξαγορασμένοι.
Άλλοτε παραδομένοι σε μια ξεφτιλισμένη δημοκρατία όλο επιφάσεις και τρικλοποδιές, άλλοτε πλαδαρά χουχουλιασμένοι επί του καναπέως και άλλοτε εξαντλημένοι σε θεωρητικές αναλύσεις και περιγραφές αλλά στην πράξη ολίγιστοι, εκθρέψαμε μόνοι μας τον Γκοτζίλα και τον αφήσαμε να μας τρομοκρατεί.Βέβαια – κι αυτό ας μην αποτελέσει άλλοθι αλλά ερμηνεία – οι φυσικοί λένε πως όσο περισσότερα και απανωτά χτυπήματα καταφέρνεις σ’ ένα αντικείμενο, τόσο του παρατείνεις την αδράνεια.
Σ’ ένα αντικείμενο…
Μιας και αυτή, η εξερεύνηση της ηλιθιότητάς μας, παραπέμπει και στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, ας κρατήσουμε απ’ το βιβλίο του μεγάλου μυθιστοριογράφου, μια αποστροφή από τις εξομολογήσεις του Μίσκιν: «…πάντα, όποτε η αρρώστια μου τύχαινε να επιδεινώνεται και με έπιαναν απανωτές κρίσεις, βυθιζόμουν σε πλήρη αποβλάκωση, έχανα εντελώς το μνημονικό μου και παρ’ ότι δούλευε το μυαλό μου, ανατρεπόταν θαρρείς, η λογική ροή των σκέψεών. Κατά συνέπεια μου ήταν αδύνατο να βάλω σε τάξη παραπάνω από δυο τρεις ιδέες.»
Ο Μίσκιν βέβαια περιέγραψε έτσι τα συμπτώματα της επιληψίας από την οποία έπασχε. Μια παθολογική κατάσταση για την οποία δεν έχει καμιά ευθύνη αυτός που υποφέρει και δεν έχει καμιά σχέση με την ηλιθιότητα. Η αποστροφή του Μίσκιν καταγράφεται, όχι γιατί εμείς πάσχουμε από επιληψία, αλλά γιατί τα συμπτώματα της κοινωνικής ηλιθιότητας είναι σχεδόν τα ίδια. Το δικό μας «βύθισμα στην αποβλάκωση» έχει επίσης πάρει παθολογικές διαστάσεις, όμως δεν επιδέχεται φαρμακευτική αγωγή. Η δική μας ηλιθιότητα είναι, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτέλεσμα μιας αριστοτεχνικής και αδιάκοπης χειραγώγησης και λιγότερο, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητα, συνέπεια προσωπικού εφησυχασμού και ηθελημένης άγνοιας.
Ο «ηλίθιος» του Μουρ ή του Μπογιόπουλου είναι αυτός που αγνοεί την κοινωνική του θέση και τον ιστορικό του προορισμό. Είναι αυτός που συνειδητά ή ασυνείδητα αυταπατάται. Αυτός που θεωρεί τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις ως τυχαία και αναπόφευκτα, ασύνδετα συμβάντα, λίγο-πολύ ως φυσικά φαινόμενα και πιστεύει ότι αδυνατεί να τα καθορίσει ή, ακόμη χειρότερα, αδιαφορεί γι αυτά.
Ο κοινωνιολογικά και ιστορικά «ηλίθιος» δεν έχει μειωμένη εγκεφαλική ουσία. Μπορεί μάλιστα να είναι ιδιοφυής σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα. Ιδιαίτερα σήμερα, που η αυστηρή όλο και πιο στενή εξειδίκευση σαρώνει, ιδιοφυείς άνθρωποι σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο, πολιτογραφούνται σωρηδόν στην αυτοκρατορία των ηλίθιων.Ή όπως το λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Χαριτόπουλος στο Εγχειρίδιο Βλακείας,
«…το χαρτί δεν είναι πιστοποιητικό ευφυΐας. Αν το μυαλό κάποιου φτάνει για να πάρει δίπλωμα οδήγησης, κατά πάσα πιθανότητα φτάνει και για να πάρει ένα δίπλωμα σπουδών. Τα νοητικά απαιτούμενα είναι περίπου ισοδύναμα…
Δεν είναι σπάνιο το ενσταντανέ του Μπούλη να ποζάρει με την τήβεννο του Χάρβαρντ και το πτυχίο ρολό στα χέρια του να μην ξέρει που να το βάλει».